καταβαυκαλίζω

καταβαυκαλίζω
(Α καταβαυκαλίζω και καταβαυκαλῶ, -άω)
1. νανουρίζω, αποκοιμίζω κάποιον με τραγούδι ή με ήχο μουσικού οργάνου
νεοελλ.
μτφ. εξαπατώ κάποιον με δολερά μέσα, τόν αποκοιμίζω
αρχ.
καταπίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + βαυκαλίζω «νανουρίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταβαυκαλίσαι — καταβαυκαλίζω gulp down aor inf act καταβαυκαλίσαῑ , καταβαυκαλίζω gulp down aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνώ — εὐνῶ, άω (Α) [εὐνή] (ποιητ. ρ., διάφ. τ. τού ευνάζω) 1. τοποθετώ κάποιον σε κάποιο μέρος για ενέδρα 2. αποκοιμίζω, καταβαυκαλίζω («εὐνήσασα φρουρόν ὄφιν», Απολλ. Ρόδ.) 3. μτφ. καταπραΰνω («τῆς δ εὔνησε γόον», Ομ. Οδ.) 4. μέσ. εὐνῶμαι α) ξαπλώνω,… …   Dictionary of Greek

  • καταβαυκαλισμός — ο [καταβαυκαλίζω] 1. το αποκοίμισμα τών παιδιών με νανουρίσματα 2. το τραγούδι, το νανούρισμα με το οποίο αποκοίμιζαν τα βρέφη 3. εξαπάτηση …   Dictionary of Greek

  • καταβαυκαλώ — (Α καταβαυκαλῶ, άω) καταβαυκαλίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βαυκαλῶ «νανουρίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”