- καταβαυκαλίζω
- (Α καταβαυκαλίζω και καταβαυκαλῶ, -άω)1. νανουρίζω, αποκοιμίζω κάποιον με τραγούδι ή με ήχο μουσικού οργάνουνεοελλ.μτφ. εξαπατώ κάποιον με δολερά μέσα, τόν αποκοιμίζωαρχ.καταπίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + βαυκαλίζω «νανουρίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.